-
1 луч
1. мат. η ημιευθεία 2. (пучок света, электронов) η ακτίν/α (του φωτός)отражённый - της ανάκλασης/αντανάκλασης- ες χ(χι)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луч
-
2 момент
-а α.1. στιγμή•в благоприятный ή в подходящий момент στην κατάλληλη στιγμή•
выби- рать момент διαλέγω την (κατάλληλη) στιγμή•
текущий ή настоящий момент η παρούσα κατάσταση.
2. καιρός, ώρα•наступил момент обеда ήρθε η ώρα του φαγητού.
3. πλευρά•положительные -Η οι θετικές πλευρές•
отрицательные -ы οι αρνητικές πλευρές.
4. ωςεπίρ. -ом αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο.εκφρ.в (один) момент – αμέσως, στη στιγμή, στο μομέντο•в данный момент – στη δοσμένη περίσταση•в любой момент – (σε) οποιαδήποτε ώρα και στιγμή.